-
1 λυσιτελής
A paying for expenses incurred: hence, useful, profitable, advantageous,τὸ πρᾶγμά μοι λ. Axionic.6.8
;οὐδέποτ'.. -έστερον ἀδικία δικαιοσύνης Pl.R. 354a
, cf. 364a;ἐμπορεύματα -έστερα X.Hier.9.11
; -εστάτην ζωὴν ζῆν Pl.R. 344e
; λυσιτελῆ advantages, Plb.4.38.8; τὸ -έστατον πρὸς ἀργύριον what was most profitable in point of money, D. 20.13;τὰ λ. καὶ ἀλυσιτελῆ πρός τι Phld.Mus.p.93
K.;κτήσεις -έστεραι Id.Oec.p.68
J.II rarely of persons, profitable, advantageous, Pl.Phdr. 239c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυσιτελής
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский